- μικρανεψιός
- ο-ιού, παιδί ξαδέρφου ή ξαδέρφης: Το Πάσχα το πέρασα με τα ξαδέρφια και τους μικρανεψιούς μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικρανεψιός — ο, θηλ. μικρανεψιά παιδί εξαδέλφου ή εξαδέλφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ανεψιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek